- ψήω
- και ψάω Α1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω2. λειαίνω κάτι με τριβή3. στιλβώνω, γυαλίζω4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ' ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs-ē- (πρβλ. αρχ. ινδ. psa-ti), η οποία αποτελεί εκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. αρχ. ινδ. ba-bhas-ti «μασώ»). Αρχικός φωνηεντισμός τού ρ., επομένως, είναι το -η-, ενώ οι τ. με -ᾱ- (πρβλ. ἀνα-ψᾶν) είναι μτγν., κατά τα συνηρημένα σε -άω. Από το θ. ψη- του ρ. έχει σχηματιστεί ο ενεστ. ψή-χω, ενώ στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος ψω- ανάγονται οι τ. ψωμός*, ψώ-ρα*, ψω-λός* και το ρ. ψώ-χω*. Στην ίδια οικογένεια, εξάλλου, με το ρ. ψήω ανάγονται πιθανότατα και τα ρ. ψαίω*, ψαύω*, ψίω*, τα οποία εμφανίζουν όμως δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ι-, -αι-, -αυ-, που δεν μαρτυρείται σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και οφείλεται προφανώς σε ελληνική καινοτομία. Με τη ρίζα τού ρ., τέλος, συνδέονται πιθ. και οι λ. ψαθυρός, ψαίρω*, ψαθάλλω*, ψάμμος*, ψῆφος*, ψεδνός, ψακάς*, ψάλλω και το επίθ. ψιλός*].
Dictionary of Greek. 2013.